Σκαρφαλώνοντας Μεγάλες Ορθοπλαγιές Στη Βραζιλία
Του Χριστόφορου Κουνιάκη.
Ήταν Φεβρουάριος του 2013 όταν μου τηλεφώνησε ο Τίτο (Δημήτρης Τιτόπουλος). Μαζί του, έχω σκαρφαλώσει σε διάφορα σημεία του πλανήτη, από τα Ινδικά Ιμαλάϊα μέχρι το Yosemity και το Devil’s Tower στην Αμερική και από την Πέτρα της Ιορδανίας μέχρι τα βουνά Τάτρα της Πολωνίας. Λοιπόν, ο Δημήτρης δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα, και κάθε χρόνο ψάχνει τον πλανήτη να βρει σε ποιους τοίχους θα σκαρφαλώσει και όταν λέμε τοίχους, μιλάμε για μεγάλους τοίχους (big wall climbing). Το κακό είναι ότι όταν αυτός δεν ησυχάζει, βάζοντας τέτοιους στόχους, συνήθως δεν αφήνει και εμένα να ησυχάσω.
«Βρήκα κάτι μεγάλους γρανιτένιους τοίχους», μου είπε από το τηλέφωνο.
«Μπορείς να μου πεις που βρίσκονται αυτοί οι τοίχοι;» τον ρώτησα
«Βρίσκονται λίγο μακριά. Στη … Βραζιλία κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο».
Προς στιγμή νόμιζα πως με κοροΐδευε. «Από ότι ξέρω, στη Βραζιλία και ειδικά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ο κόσμος πηγαίνει για άλλα πράγματα και όχι για να αναρριχηθεί μεγάλους τοίχους», του απάντησα γελώντας.
«Μπορεί να μη γνωρίζω για ποιο λόγο πηγαίνουν οι άλλοι στη Βραζιλία», μου είπε απότομα και συνέχισε «αυτό όμως που γνωρίζω είναι ότι εμείς θα πάμε να αναρριχηθούμε μεγάλους τοίχους και από εδώ και πέρα αυτός θα είναι ο στόχος μας».
Τότε κατάλαβα ότι μιλούσε σοβαρά και ήταν αποφασισμένος να πάμε στη Βραζιλία. Σκέφτηκα ότι μου δίνεται μια μοναδική ευκαιρία να επισκεφθώ την περιβόητη πρώην πρωτεύουσα της Βραζιλίας των 6.000.000 κατοίκων, το Ρίο ντε Τζανέιρο, που στα Πορτογαλικά σημαίνει “Ποταμός του Ιανουάριου”. Επιπλέον, θέτοντας ως στόχο να αναρριχηθώ σε μια μεγάλη ορθοπλαγιά, αυτό θα αποτελούσε το ιδανικό κίνητρο για να ξεκινήσω πάλι την αναρρίχηση, την οποία είχα παρατήσει σχεδόν εδώ και 2 χρόνια. Η σκέψη μου άρχισε να ταξιδεύει στην μακρινή Βραζιλία. Με τη φαντασία μου έβλεπα τους κατοίκους του Ρίο, γνωστοί ως Καριόκας (Cariocas), να χορεύουν σάμπα δίπλα στις παραλίες Copacabana και Ipanema. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να περπατά στους πεζόδρομους με τα μαυρόασπρα μωσαϊκά, ακούγοντας μουσική μπόσα νόβα και να βλέπει στις κατάμεστες παραλίες να παίζουν ποδόσφαιρο και footvolley. Ξαφνικά θυμήθηκα μια επιστολή που είχα διαβάσει πρόσφατα στο διαδίκτυο και την είχε γράψει ένας Έλληνας που ζει στο Μπέλο Οριζόντε της Βραζιλίας. Μια επιστολή, το κείμενο της οποίας, αποκαλύπτει πως η Βραζιλία δεν σημαίνει μόνο καρναβάλι του Ρίο με ωραίες χορεύτριες, καφές, σάμπα και εντυπωσιακά τακουνάκια και ψαλίδια στο ποδόσφαιρο, αλλά μια Βραζιλία που βουλιάζει από τις διαδηλώσεις αγανάκτησης και αντιμετωπίζει εδώ και πολλά χρόνια μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, παρόμοια με τα δικά μας
«Είσαι ακόμη στο τηλέφωνο;», η φωνή του Δημήτρη με έβγαλε από τις σκέψεις μου. «Ναι», του είπα.
«Λοιπόν τι αποφάσισες;», με ρώτησε.
«Πήγαινε να κλείσεις τα εισιτήρια και πες μου την ημερομηνία που φεύγουμε», του απάντησα.
Τα εισιτήρια κλείστηκαν για τις 11 Ιουλίου, με ενδιάμεσους προορισμούς το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και όχι απευθείας από την Ευρώπη για το Ρίο ντε Τζανέιρο, πετυχαίνοντας έτσι μια αρκετά πιο φθηνή τιμή.
14 Ιουλίου 2013
Μετά από τρεις ημέρες ταξίδι με διάφορες καθυστερήσεις στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου και στο JFK της Νέας Υόρκης, φθάσαμε στο Ρίο 9:30 π.μ. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να κάνουμε κάποια τηλεφωνήματα στην Ελλάδα και κατόπιν, να πάμε από το αεροδρόμιο στον κεντρικό σταθμό υπεραστικών λεωφορείων μέσα στην πόλη του Ρίο. Φθάνοντας στο σταθμό των λεωφορείων, έπρεπε να δούμε πως θα μεταβαίναμε σε μια ορεινή περιοχή, περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο, όπου βρίσκονται οι ορθοπλαγιές που θέλαμε να αναρριχηθούμε. Στην περιοχή αυτή δεσπόζουν τρία μεγάλα γρανιτένια βρόχινα συγκροτήματα, τα Tres Picos (τρεις κορυφές), με το ψηλότερο από αυτά να φθάνει στα 2.316 μ. Υψόμετρο.
Δίπλα από τα Tres Picos βρίσκεται ένα ακόμη μεγάλο γρανιτένιο συγκρότημα, το Capacete (κράνος), το οποίο επίσης θέλαμε να αναρριχηθούμε. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν πάνω από εκατό αναρριχητικές διαδρομές, των οποίων το ανάπτυγμα τους, ποικίλλει από 50 μέχρι 800 μέτρα.
Γνωρίζαμε ότι η κοντινότερη πόλη στην περιοχή Tres Picos, ήταν η πόλη με όνομα Nova Friburgo και εκεί έπρεπε να κατευθυνθούμε. To Nova Friburgo, είναι μια μεγάλη πόλη με 180.000 περίπου κατοίκους, βρίσκεται 136 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο και έχει υψόμετρο 846 μ. Ρωτώντας τις πληροφορίες στο σταθμό των λεωφορείων, μάθαμε ότι το λεωφορείο της εταιρείας 1001, πηγαίνει στην πόλη Nova Friburgo. Αμέσως, βγάλαμε εισιτήρια και φορτώσαμε τους σάκκους στο λεωφορείο. Λίγο αργότερα, αφήσαμε πίσω μας το Ρίο και κατευθυνόμαστε προς το Nova Friburgo. Σε όλη τη διαδρομή παρατηρούσαμε, την οργιώδη βλάστηση που επικρατούσε γύρω μας. Αρχίσαμε τότε να αναρωτιόμαστε αν εδώ η βλάστηση είναι τόσο πυκνή πως θα είναι μέσα στον Αμαζόνιο.
Φθάνοντας στο Nova Friburgo μετά από 2,5-3 ώρες ταξίδι, ένας ηλικιωμένος που γνωρίσαμε στο σταθμό προσφέρθηκε να μας βοηθήσει να βρούμε ένα ξενοδοχείο. Φορτώσαμε τα πράγματα στο αμάξι του και μας πήγε σε ένα καλό ξενοδοχείο, στο Dominguez Plaza. Επιτέλους, θα μπορέσουμε να πλυθούμε και να κοιμηθούμε μετά από τρεις ημέρες αϋπνίας στα αεροδρόμια.
15 Ιουλίου 2013
Σήμερα μετά από ένα καλό πρωινό στο ξενοδοχείο, αρχίσαμε να ψάχνουμε πως θα πάμε στο Sitio das Aquas. To Sitio das Aquas είναι μια ιδιόκτητη έκταση, σε ορεινή περιοχή δίπλα από ένα ποτάμι, αρκετά κοντά στα βρόχινα συγκροτήματα που θέλουμε να αναρριχηθούμε. Η έκταση αυτή ανήκει σε έναν Ιταλο-Βραζιλιάνο αναρριχητή τον Sergio Tartari, ο οποίος έχει φτιάξει το σπίτι του εκεί και μερικά καταλύματα που τα λειτουργεί σαν καταφύγιο για τους ορειβάτες – αναρριχητές. Με τον Sergio Tartari είχαμε μιλήσει μέσω e_mail από την Ελλάδα και μας είχε στείλει τους αναρριχητικούς οδηγούς της περιοχής, τους οποίους είχε εκδώσει ο ίδιος. Κοιτώντας τους αναρριχητικούς οδηγούς του Sergio είδαμε ότι υπήρχαν τρία τηλέφωνα που αφορούσαν το Sitio das Aquas. Προσπάθησα με τη βοήθεια του ξενοδόχου να τηλεφωνήσω, για να μάθω πως μπορεί να πάει κάποιος εκεί. Στα πρώτα δύο τηλέφωνα δεν απάντησε κανείς, στο τρίτο μια γυναικεία φωνή απάντησε. Με τα σπαστά της Αγγλικά κατάλαβα ότι ήταν η γυναίκα του Sergio, μια Βραζιλιάνο-Λιβανέζα, που την έλεγαν Hosani. Μετά από μια οριακή συζήτηση που είχα με τα μέτρια Αγγλικά της, κατάφερα να συνεννοηθούμε. Θα ερχότανε ή ίδια να μας πάρει με το αμάξι της. Αυτό ήταν η καλύτερη λύση για εμάς. Πράγματι, γύρω στις τρεις το μεσημέρι εμφανίστηκε στο ξενοδοχείο με ένα Φιατάκι. Φορτώσαμε τα πράγματά μας στο αμάξι, περάσαμε και από ένα Σούπερ Μάρκετ για να πάρουμε κάποιες προμήθειες και αναχωρήσαμε για το Sitio das Aquas. Μετά από δύο ώρες οδήγηση, φθάσαμε στο Sitio das Aquas όπου ο Sergio μάς καλοδέχτηκε και αμέσως μας ξενάγησε στους χώρους του. Από τα πρώτα πράγματα που μας έδειξε ήταν ο χώρος στον οποίο έφτιαχνε τη δίκιά του … μπύρα! Αργότερα, καθώς άρχιζε να σκοτεινιάζει, κοιτώντας τον έναστρο ουρανό, σκεφτόμουνα πόσο όμορφο και ήσυχο είναι το μέρος που βρισκόμαστε, ανάμεσα στα καταπράσινα βουνά και στους μεγάλους γρανιτένιους τοίχους και τι διαφορά υπάρχει με τις φαβέλες του Ρίο.
16 Ιουλίου 2013
Σήμερα σκοπός μας ήταν να ανέβουμε σε μια κατασκήνωση, η οποία βρίσκεται μέσα στο Εθνικό πάρκο Vale dos Deuses, σε υψόμετρο περίπου 1.800 μέτρα. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό στην κουζίνα του Sitio das Aquas, ο Sergio μας έκανε ένα σχεδιάγραμμα του μονοπατιού που πρέπει να ακολουθήσουμε για να φθάσουμε στην κατασκήνωση. Αφήσαμε τους υπνόσακκους και κάποια ρούχα και φορτωθήκαμε τα αναρριχητικά υλικά, κάποια φαγητά και το αντίσκηνο. Σκεφτόμαστε να ανέβουμε σήμερα στο σημείο της κατασκήνωσης, να στήσουμε το αντίσκηνο, να αφήσουμε τα αναρριχητικά υλικά και τα φαγητά και να επιστρέφουμε στο Sitio das Aquas.
Προχωρώντας προς τα επάνω, το μονοπάτι περνούσε μέσα από οργιώδη βλάστηση όπου τα αμέτρητα δένδρα και φυτά έκρυβαν σε πολλά σημεία εντελώς τον ήλιο. Η βιοποικιλότητα ήταν στο μεγαλείο της. Σχεδόν περισσότερο από τα μισά δένδρα και φυτά ήταν διαφορετικά μεταξύ τους. Η πυκνότητα βλάστησης ήταν τέτοια, ώστε αν έβγαινες από το μονοπάτι, ήταν αδύνατον να προχωρήσεις έστω και ένα μέτρο. Τότε καταλάβαμε τι σημαίνει τροπική βλάστηση και πήραμε μια ιδέα από αυτό που αποκαλούμε ζούγκλα.
Γύρω στις 2 το μεσημέρι, μετά από 2-2,5 ώρες πορεία, φθάσαμε στο χώρο της κατασκήνωσης. Ο χώρος της κατασκήνωσης, ο οποίος όπως προαναφέραμε βρίσκονταν μέσα στο εθνικό πάρκο Vale dos Deuses, ήταν ένας καλά οργανωμένος χώρος που διέθετε τουαλέτες, μια κουζίνα και μια μικρή αποθήκη.
Γρήγορα στήσαμε το αντίσκηνο, βάλαμε τα αναρριχητικά υλικά και κάποια φαγητά μέσα σε αυτό και βαλθήκαμε να χαζεύουμε δυο ξεχωριστούς γρανιτένιους τοίχους πάνω από την κατασκήνωση. Ο ένας, μπροστά μας, ήταν ο CAPACETE, με ανάπτυγμα 450 μ. και ο άλλος, πιο αριστερά και λίγο μακρύτερα, ο PICO MAIOR, με ανάπτυγμα 850 μέτρα. Λίγο αργότερα, ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε προς τα κάτω. Γνωρίζαμε ότι γύρω στις 5:30 μ.μ. σκοτείνιαζε και προτιμούσαμε μέχρι τότε να έχουμε επιστρέφει στο Sitio das Aquas, από το να μας βρει η νύχτα μέσα στην τροπική βλάστηση.
17 Ιουλίου 2013
Σήμερα η ημέρα είναι ηλιόλουστη. Εδώ στη Βραζιλία τώρα έχουν χειμώνα (καθώς βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο) και το χειμώνα ο καιρός είναι πιο σταθερός και λιγότερο βροχερός σε σχέση με το καλοκαίρι. Μετά από το καθιερωμένο πρωινό, ξεκινήσαμε για δεύτερη φορά να ανεβούμε στην κατασκήνωση, κουβαλώντας αυτή τη φορά τους υπνόσακκούς μας και κάποια ρούχα. Γνωρίζοντας τώρα το μονοπάτι και με πιο ελαφριά σακκίδια ανεβήκαμε αρκετά πιο γρήγορα στην κατασκήνωση.
Φτάνοντας στην κατασκήνωση, τακτοποιήσαμε γρήγορα τα πράγματα στο αντίσκηνο και αποφασίσαμε να βρούμε την αρχή της διαδρομής Cerj, η οποία είναι μια κλασσική διαδρομή στο βρόχινο γρανιτένιο συγκρότημα CAPACETE. Η διαδρομή Cerj έχει ανάπτυγμα 400 μ., μέσης δυσκολίας 5 με 5+, τοπικά 6- (βαθμολογία UIAA) και με μια σχοινιά Α1 ή Α0 και 7+.
Αποφασίσαμε επίσης, να προσπαθήσουμε να αναρριχηθούμε σήμερα την 1η σχοινιά, να σταθεροποιήσουμε τα σχοινιά, να κατέβουμε με ραπέλ και να συνεχίσουμε την επόμενη ημέρα. Ο λόγος για αυτό, ήταν για να πάρουμε μια ιδέα για το ανάγλυφο του βράχου και να δούμε τι στυλ αναρρίχησης πρέπει να ακολουθήσουμε για να αναρριχηθούμε σε αυτές τις ορθοπλαγιές της Βραζιλίας. Φορτωθήκαμε τα αναρριχητικά υλικά και ξεκινήσαμε για τη βάση του βράχου. Κάποιοι άλλοι αναρριχητές μας είχανε πληροφορήσει ότι από την κατασκήνωση τα βράχια απέχουν περίπου 20’ με 30’ πορείας, ακολουθώντας ένα μονοπάτι μέσα στην πυκνή τροπική βλάστηση.
Καθώς προσπαθούσαμε να κινούμαστε επάνω στο μονοπάτι, μετά από λίγο διαπιστώσαμε το εξής: εδώ στην ορεινή περιοχή Tres Picos της Βραζιλίας, εκτός από τη δυσκολία ανάβασης που παρουσιάζει μια αναρριχητική διαδρομή, έχεις να αντιμετωπίσεις και τη δυσκολία πρόσβασης μέχρι τη βάση της διαδρομής. Η τροπική βλάστηση είναι τόσο πυκνή, όπου 4 μέτρα αν κάποιος είναι μπροστά σου, μπορεί και να μην τον βλέπεις και εκεί που βρίσκεσαι επάνω στο μονοπάτι, ξαφνικά μπορεί και να το χάσεις. Επίσης, η πυκνή βλάστηση δημιουργεί και ένα ακόμη πρόβλημα: αν ακολουθώντας το μονοπάτι δε βγεις ακριβώς στην αρχή της διαδρομής που θέλεις να αναρριχηθείς, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω και να βρεις το σωστό μονοπάτι που σε οδηγεί στο σημείο του βράχου που ξεκινάς τη διαδρομή. Είναι αδύνατο να κινηθείς παράλληλα με τη βάση του βράχου.
Τελικά, μια απόσταση 20 λεπτών μας πήρε περίπου 2 ώρες για να βρούμε την αρχή της αναρριχητικής διαδρομής. Γρήγορα φορέσαμε τα μποντριέ μας και ο Δημήτρη οδήγησε την 1η σχοινιά. Λίγο αργότερα τον άκουσα να φωνάζει “ρελέ” και ξεκίνησα και εγώ να σκαρφαλώνω. Φθάνοντας στο ρελέ, σταθεροποιήσαμε τα σχοινιά και κατεβήκαμε γρήγορα στη βάση της διαδρομής. Καθώς επιστρέφαμε στην κατασκήνωση, κινούμενοι μέσα στην τροπική βλάστηση, άκουγα τον Δημήτρη να μου λέει συνέχεια: “Που σε φέρνω. Στα καλύτερα σε φέρνω.” Προς στιγμήν πήγα να του απαντήσω κάτι όχι και τόσο πρέπον, αλλά σκέφτηκα ότι καλύτερα είναι να κρατήσω μέσα μου αυτό που σκέφτομαι.
18 Ιουλίου 2013
Το πρωί αν και η ημέρα ήταν θαυμάσια, εγώ ξύπνησα σε οικτρή κατάσταση. Όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθόλου καθώς με ταλαιπωρούσε ένα πόνος στους μύες και μια διάρροια. Το σώμα με πονούσε και αισθανόμουνα αδυναμία Το απόγευμα ήμουν καλύτερα και όταν έφαγα ρύζι λαπά, αισθάνθηκα να παίρνω δυνάμεις. Το βραδάκι πήρα ένα-δύο depon και ευχήθηκα το πρωί να είμαι καλα.
19 Ιουλίου 2013
Ξυπνώντας το πρωί, ανακοίνωσα στον Δημήτρη τα ευχάριστα νέα. “Αισθάνομαι θαυμάσια” του είπα, “πάμε να σκαρφαλώσουμε τη διαδρομή”. Τον είδα να του φεύγει η αγωνία από το πρόσωπό του και γρήγορα βάλθηκε να φτιάχνει ένα πρωινό με μέλι. Λίγο αργότερα περπατούσαμε προς το σημείο που είχαμε σταθεροποιήσει τα σχοινιά. Γνωρίζοντας τώρα το μονοπάτι, δεν αργήσαμε να το φθάσουμε. Δεθήκαμε και ξεκινήσαμε την αναρρίχηση της διαδρομής.
Οι δύο πρώτες σχοινιές ήταν εύκολες και δεν μας καθυστέρησαν καθόλου. Οι τριβές στο γρανίτη ήταν φανταστικές. Ωστόσο, μετά την 3η σχοινιά αισθανθήκαμε αυτό που μας είχανε προειδοποιήσει, ότι εδώ θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα εύρεσης της διαδρομής (route finding).
Αυτό συμβαίνει γιατί οι διαδρομές είναι πολύ αραιά ασφαλισμένες με μόνιμες ασφάλειες (οι μόνιμες ασφάλειες είναι παρόμοιες σαν αυτές των Μετεώρων). Σε πολλά σημεία, σχεδόν ήταν αδύνατον να δεις την επόμενη ασφάλεια και έπρεπε να φανταστείς προς τα πού πηγαίνει η διαδρομή, επάνω στον απέραντο γρανιτένιο τοίχο. Αλλά ακόμη και αν τη έβλεπες, είχες να αντιμετωπίσεις και άλλο πρόβλημα. Μέχρι να φτάσεις τη μόνιμη ασφάλεια, δύσκολα έβρισκες σημεία να τοποθετήσεις δικές σου ασφάλειες και έτσι έπρεπε να σκαρφαλώνεις μεγάλα και πολλά κομμάτια χωρίς ασφάλεια δηλ., υπήρχαν αρκετά runouts.
Αυτό που μας έκανε εντύπωση, ήταν ότι σε αυτά τα βράχια τα καρυδάκια ήταν άχρηστα. Στις διαδρομές που κάναμε δεν χρησιμοποιήσαμε ούτε ένα. Αντίθετα, τα friends και ειδικά αυτά του μεσαίου μεγέθους, τα τοποθετούσαμε σε αρκετά σημεία. Αυτό μου θύμισε και λίγο τα Μετέωρα.
Σκαρφαλώνοντας εναλλάξ επικεφαλής, φθάσαμε στην 10η σχοινιά. Στη σχοινιά αυτή, υπάρχει ένα κομμάτι τεχνητό Α1 και η αναρρίχηση γίνεται πάνω σε μόνιμες ασφάλειες. Ο Δημήτρη μπήκε μπροστά και σε λίγο τον άκουσα να αγχώνεται. Τον ρώτησα «τι συμβαίνει;». Μου απάντησε: «θα καταλάβεις όταν έλθεις να δεις πάνω σε τις μόνιμες ασφάλειες στηρίζομαι». Πράγματι σε λίγο κατάλαβα το άγχος του. Οι ασφάλειες αυτές ήταν κάτι μικρές βίδες των 6mm, κατάμαυρες από τη σκουριά, με κάτι πλακέττες οι οποίες κουνιόνταν.
Παρατηρώντας το βαθμό της οξείδωσης στις μικρές αυτές βίδες, θάλεγε κανείς ότι αυτές πρέπει να είχαν τοποθετηθεί εδώ από τον προηγούμενο αιώνα. Προσπαθώντας να μη βάζουμε όλο μας το βάρος επάνω σε αυτές, αλλά απλά να μας βοηθάνε λίγο, περάσαμε το τεχνητό κομμάτι. Μετά τη σχοινιά αυτή, ακολουθούσαν άλλες δύο σχοινιές, σχετικά εύκολες αλλά με αρκετά μεγάλα runouts.
Η ώρα ήταν 3:30 μ.μ., όταν βγήκαμε κορυφή. Γνωρίζοντας ότι έχουμε ακόμη 2 ώρες ήλιο, έπρεπε να βιαστούμε να βρούμε το σημείο των ραπέλ και να κατέβουμε μέσα από το τροπικό δάσος στην κατασκήνωση. Ευτυχώς, δε δυσκολευτήκαμε να βρούμε το σημείο των ραπέλ, καθώς στην κορυφή υπήρχαν κάποια σημάδια με πέτρες (κούκοι), τα οποία σε οδηγούσαν στο σημείο κατάβασης.
Χρειάστηκαν μόνο τέσσερα ραπέλ από το σημείο αυτό, για να φθάσουμε στη βάση του συγκροτήματος CAPACETE. Το μονοπάτι που οδηγούσε στην κατασκήνωση από τη βάση των ραπέλ, ήταν καλά πατημένο και αρκετά εμφανές μέσα στο δάσος. Αυτό μας ανακούφισε από την αγωνία που είχαμε για το αν θα μπορούσαμε να βρούμε εύκολα το δρόμο προς την κατασκήνωση. Φθάνοντας στην κατασκήνωση, άρχιζε ήδη να νυχτώνει. Σωματικά, είμαστε αρκετά κουρασμένοι, αλλά μας κυρίευε ένα αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης που καταφέραμε την πρώτη αναρριχητική διαδρομή και μάλιστα μια διαδρομή 400 μ., εδώ στη Βραζιλία. Δεχόμενοι τα συγχαρητήρια από άλλους αναρριχητές της κατασκήνωσης, που εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι οι Βραζιλιάνοι αναρριχητές ήταν πολύ φιλικοί και εξυπηρετικοί μαζί μας, αρχίσαμε να φτιάχνουμε το βραδινό μας φαγητό.
20 Ιουλίου 2013
Το πρωί όταν ξυπνήσαμε ήταν όλα βρεγμένα από την νεροποντή που διήρκεσε όλο το βράδυ. Το μεσημέρι ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε προς το Sitio das Aquas. Σκοπός μας ήταν να μέναμε μια με δύο ημέρες εκεί, μέχρι να στεγνώσουν τα βράχια και κατόπιν να ανεβαίναμε πάλι στην κατασκήνωση, στις 22 του μηνός, για να επιχειρήσουμε να αναρριχηθούμε στο συγκρότημα PICO MAIOR.
21 Ιουλίου 2013
Σήμερα κατεβήκαμε, μαζί με τη γυναίκα του Sergio τη Hosani, στο χωριό Santa Cruz, για να κάνουμε κάποιες προμήθειες σε τρόφιμα. Το υπόλοιπο πρωινό το περάσαμε χαζεύοντας τον Sergio να κάνει bouldering σε κάτι μικρά βράχια δίπλα από το σπίτι του και να απολυμαίνει μερικά μπουκάλια για να εμφιαλώσει τη μπύρα του.
22 Ιουλίου 2013
Ξυπνώντας το πρωί, αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα σακκίδια μας για να αναχωρήσουμε για την κατασκήνωση, όπως το είχαμε προγραμματίσει από προχθές. Πίνοντας τσάι κατά τη διάρκεια του πρωινού μας, συνεννοηθήκαμε με τον Sergio να ανέβει και αυτός στην κατασκήνωση, μεθαύριο Τετάρτη 24 του μηνός, για να αναρριχηθούμε μαζί του, τη διαδρομή Face Leste (ανατολική πλευρά) στο γρανιτένιο συγκρότημα PICO MAIOR.
Η διαδρομή αυτή έχει ανάπτυγμα 750-800 μ., δυσκολίας από 5ου μέχρι 6ου βαθμού (βαθμολογία UIAA) και θεωρείται κλασσική στο συγκρότημα.
Επιλέξαμε να πάμε μαζί με τον Sergio για τρεις λόγους: Πρώτον, ο Sergio καθώς ήξερε καλά την περιοχή θα μας οδηγούσε γρήγορα μέσα από το τροπικό δάσος μέχρι τη βάση της διαδρομής. Δεύτερον, γνωρίζοντας τη διαδρομή, θα μας την έδειχνε εύκολα επάνω στη μεγάλη γρανιτένια ορθοπλαγιά με τις αραιές ασφάλειες. Τρίτον, βγαίνοντας στην κορυφή, θα μας οδηγούσε γρήγορα στα σημεία ραπέλ, για να κατέβουμε από το βράχο. Αφού λοιπόν κλείσαμε με το Sergio το ραντεβού για τις 24 του μηνός, σε ένα συγκεκριμένο σημείο κοντά στα βράχια, ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς την κατασκήνωση.
23 Ιουλίου 2013
Ενώ κοιμηθήκαμε εχθές με έναν έναστρο ουρανό, το πρωί που ξυπνήσαμε μια ομίχλη κάλυπτε σχεδόν τα πάντα. Η κατασκήνωση μού θύμισε σκηνικό από κινηματογραφική ταινία τρόμου. Μη μπορώντας να κάνουμε τίποτε ιδιαίτερο σήμερα, αποφασίσαμε να ανεβούμε σε μια μικρή κορυφή, με το όνομα Dragao, η οποία απείχε περίπου μια ώρα πορεία από την κατασκήνωση.
Γύρω στις 12:30 μ.μ., είχαμε φτάσει στην κορυφή, στην οποία συναντήσαμε και άλλα τρία άτομα εκεί. Δυστυχώς όμως, λόγω της ομίχλης δεν μπορούσαμε να έχουμε καλή ορατότητα, χάνοντας έτσι τη θέα από εδώ πάνω. Κατεβαίνοντας αργότερα στην κατασκήνωση, είδαμε δίπλα από το δικό μας αντίσκηνο να έχουν προστεθεί δύο ακόμη αντίσκηνα, ένα στο μέγεθος του δικού μας και ένα μικρότερο.
24 Ιουλίου 2013
Σήμερα, ήταν η ημέρα που είχαμε κανονίσει με τον Sergio να αναρριχηθούμε τη διαδρομή Face Leste στο γρανιτένιο συγκρότημα PICO MAIOR. Είχαμε ξυπνήσει από τις 5:30 π.μ., καθώς το ραντεβού με τον Sergio είχε συμφωνηθεί για τις 6:30 π.μ., αλλά ήδη ξέραμε ότι αποκλείονταν να αναρριχηθούμε σήμερα τη διαδρομή. Ο λόγος; Όλο το βράδυ έβρεχε, ο καιρός ήταν αρκετά κλειστός και δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Ο Sergio ήλθε αργότερα για να μας επιβεβαιώσει και αυτός ότι σήμερα ήταν αδύνατον να αναρριχηθούμε τη διαδρομή. Έτσι, ανανεώσαμε το ραντεβού για δύο μέρες μετά δηλ., για την Παρασκευή 27 του μηνός, με την προϋπόθεση ο καιρός να έχει βελτιωθεί.
Κατόπιν τούτου, αποφασίσαμε, από το να καθόμαστε μέσα σε ένα αντίσκηνο όλη την ημέρα, να επισκεφθούμε ένα άλλο γρανιτένιο συγκρότημα το MORRO DOS CABRITOS, το οποίο βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από το σημείο της κατασκήνωσης και απέχει 2- 2,5 ώρες πορεία.
Πράγματι ακολουθώντας αρχικά ένα μονοπάτι αρκετά κατηφορικό μέσα σε δάσος φθάσαμε, μετά από 1 ώρα, σε ένα χωματόδρομο. Τα πόδια μας είχανε μουσκέψει από την υγρασία που είχανε τα φυτά και τα χορτάρια καθώς ακούμπαγαν επάνω μας. Βγαίνοντας στο χωματόδρομο, περπατήσαμε άλλα περίπου 5 χιλιόμετρα για να φθάσουμε στο MORRO DOS CABRITOS. Προσπαθήσαμε να δούμε μια αναρριχητική διαδρομή που θα θέλαμε να ανεβούμε, αλλά το μόνο που διακρίναμε, ήταν οι πρώτες δύο σχοινιές, και αυτές όχι καλά, λόγω της χαμηλής νέφωσης που είχε εξαπλωθεί σε όλη την περιοχή. Κάποια στιγμή άνοιξε για λίγο ο καιρός και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να φωτογραφήσουμε το συγκρότημα.
Λίγο αργότερα, πήραμε το δρόμο γυρισμού προς την κατασκήνωση. Στο γυρισμό, ακολουθήσαμε λίγο διαφορετική πορεία από αυτή που ήλθαμε, με σκοπό να περάσουμε δίπλα από δυο γραφικές ορεινές λιμνούλες. Τις λίμνες αυτές τις είχαμε προσέξει από ψηλά, κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης στο CAPACETE, στις 19 του μηνός. Αυτή η αλλαγή της πορείας του γυρισμού στην κατασκήνωση, μας πρόσφερε ένα καλό θέαμα δίπλα από τις λιμνούλες, αλλά μας έκανα να περπατήσουμε μιάμιση ώρα παραπάνω.
Τελικά, γύρω στις 4:30 μ.μ., μετά από 7 ώρες πορεία, επιστρέψαμε στην κατασκήνωση αρκετά κουρασμένοι και βρεγμένοι. Το μόνο που μας ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να φάμε, να στεγνώσουμε και να ξεκουραστούμε. Λίγο αργότερα, καθισμένοι μέσα στην μικρή αποθηκούλα της κατασκήνωσης προσπαθούσαμε να στεγνώσουμε τα βρεγμένα μας παντελόνια. Ο Δημήτρη φτιάχνοντας ένα ρυζάκι με το γκαζιεράκι μας, κάτω από το φως του φακού κεφαλής, γύρισε και μου είπε πάλι την προσφιλή του ατάκα: «Που σε φέρνω; Στα καλύτερα σε φέρνω». Και πάλι εγώ προτίμησα να μην του απαντήσω.
25 Ιουλίου 2013
Ξυπνώντας το πρωί, μια μεγάλη απογοήτευση μας περίμενε. Ο καιρός είχε χειροτερεύσει και η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά, κάτω από τους 10° C. Η βροχή δυνάμωνε και η χαμηλή νέφωση και η ομίχλη, σκέπαζαν σχεδόν τα πάντα γύρω μας. To camping άρχιζε να αδειάζει και το απόγευμα οι μόνοι κατασκηνωτές ήμασταν εμείς. Ευτυχώς, ένα ζευγάρι αναρριχητές, οι οποίοι δούλευαν στο πολιτειακό πάρκο που βρίσκονταν η κατασκήνωση, μας κάλεσαν να μείνουμε το βράδυ σε ένα κατάλυμα- καταφύγιο στην είσοδο του πάρκου. Το κατάλυμα αυτό ανήκει σε ένα ορειβατικό σύλλογο του Ρίο ντε Τζανέιρο και εκτός από τα μέλη του συλλόγου, χρησιμοποιείτε και από τους φύλακες του πάρκου. Μας προσέφεραν φαί και μας είπανε ότι μπορούμε να κοιμηθούμε εκεί το βράδυ, αποφεύγοντας έτσι το υγρό αντίσκηνο. Εδώ θα ήθελα να τονίσω για μια ακόμη φορά, ότι όσους Βραζιλιάνους συναντήσαμε μέχρι τώρα, όλοι τους ήταν πολύ εξυπηρετικοί και φιλικοί μαζί μας.
26 Ιουλίου 2013
Σήμερα είναι η δεύτερη φορά που αναβάλλεται η ανάβαση της διαδρομής Face Leste του PICO MAIOR, με τον Sergio..Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κατέβω σήμερα στο Sitio das Aquas, να βρω τον Sergio και να κανονίσω μαζί του καινούργιο ραντεβού για αύριο. Βρίσκοντας τον Sergio, τον ρώτησα αν η ανάβαση της διαδρομής θα μπορούσε να γίνει αύριο στις 27 του μηνός. Ο Sergio με διαβεβαίωσε ότι είναι δυνατόν να γίνει η ανάβαση. Μου είπε, ότι ο καιρός αύριο θα είναι λιγότερο βροχερός αλλά πιο κρύος, συνθήκες που επέτρεπαν να πραγματοποιηθεί η ανάβαση. Κανόνισα τότε να συναντηθούμε σε ένα συγκεκριμμένο σημείο, κοντά στη διαδρομή, στις 6:30 π.μ. και αναχώρησα χωρίς καθυστέρηση. Φθάνοντας το μεσημέρι στην κατασκήνωση και ανακοινώνοντας τα νέα στο Δημήτρη, είδα να αναπτερώνεται το ηθικό του. Το βράδυ άρχισε να ρίχνει μια πολύ ψιλή βροχή και μια χαμηλή νέφωση είχε καλύψει πάλι τα πάντα.
Αυτή τη φορά ήμασταν εντελώς μόνοι στην περιοχή. Αποφασίσαμε τότε να κοιμηθούμε μέσα στο μικρό χώρο της αποθήκης του camping, η οποία ήταν λίγο καλύτερη από το αντίσκηνο, αρκεί να έφραζες την πόρτα με σακκούλες για να μην έμπαινε μέσα κρύος αέρας. Μπαίνοντας στους υπνόσακκους γύρισα και είπα στο Δημήτρη να μην τολμήσει και μου πει τη γνωστή του ατάκα, γιατί δεν θα μπορέσω να εγγυηθώ για τη σωματική του ακεραιότητα. Ευχηθήκαμε να ξυπνήσουμε το πρωί με ανοικτό καιρό και σβήσαμε τους φακούς κεφαλής.
27 Ιουλίου 2013
Ξυπνήσαμε 5:00 π.μ.. Το ψιλόβροχο είχε σταματήσει και από Ανατολικά ο ουρανός φαίνονταν καθαρός. Ωστόσο η ομίχλη έκανε αισθητή την παρουσία της. Γρήγορα ετοιμάσαμε ένα πρωινό και φύγαμε για το σημείο συνάντησης με τον Sergio.
Όταν φθάσαμε εκεί, ο Sergio μας περίμενε. Με τον Sergio μπροστά να μας δείχνει το μονοπάτι μέσα στην τροπική πυκνή βλάστηση, φθάσαμε στη βάση της διαδρομής μετά από 50’ πορείας. Η ώρα ήταν 7:30 π.μ.. Αν και δεν έβρεχε καθόλου και ο ήλιος μας ζέσταινε, ήμασταν όλοι μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω, λόγω της μεγάλης υγρασίας που είχανε τα φυτά. Θυμήθηκα τότε ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει για τον Αμαζόνιο, στο οποίο ο παρουσιαστής έλεγε ότι τα τροπικά δάση έχουν τέτοια υγρασία, που όταν περπατάς μέσα σε αυτά, είναι το ίδιο σαν να κολυμπάς μέσα σε νερό.
Φθάνοντας λοιπόν στη βάση της διαδρομής και κοιτώντας το βράχο, αποφασίσαμε να περιμένουμε μέχρι τις 8:30 π.μ. για να ξεκινήσουμε την αναρρίχηση. Ο βράχος ήταν ακόμη αρκετά υγρός και μικρά ρυάκια τρέχανε σε κάποια σημεία. Έτσι, θα περιμέναμε μέχρι ο ήλιος και ο αέρας κάνουν το θαύμα τους.
Περιμένοντας με τον Sergio να στεγνώσει ο βράχος
Γύρω στις 8:30 π.μ. ο βράχος, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε στεγνώσει και ξεκινήσαμε την αναρρίχηση. Ο Sergio οδηγούσε γρήγορα τη διαδρομή, καθώς την ήξερε πολύ καλά, και έτσι προχωρούσαμε με ταχύτητα. Έτσι, δεν χάναμε πολύτιμο χρόνο εύρεσης της διαδρομής. Οι μόνιμες ασφάλειες που υπήρχαν στη διαδρομή ήταν μετρημένες, με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε να σκαρφαλώνουμε μεγάλα διαστήματα χωρίς ασφάλεια (μεγάλα runout). Ο Sergio για να κερδίζει χρόνο, σε κάποιες σχοινιές δεν έκανε ρελέ, αλλά τις ένωνε μεταξύ τους. Μάλιστα, την 6η , 7η και 8η σχοινιά τις σκαρφαλώσαμε παράλληλα, προχωρώντας και οι τρεις μαζί ταυτόχρονα, πετυχαίνοντας έτσι ταχύτατο χρόνο ανάβασης. Ο βράχος σε κάποια σημεία τρέχανε νερά, αλλά οι καλές τριβές του γρανίτη έσωζαν την κατάσταση.
Κάποια στιγμή φθάσαμε στην 10η σχοινιά. Η σχοινιά αυτή είναι μια στενή καμινάδα, την οποία την ανεβαίνεις με τριβές σφηνώνοντας το σώμα σου. Για το λόγο αυτό βγάλαμε τα σακκίδια από τους ώμους μας και τα κρεμάσαμε κάτω από τα πόδια, ώστε να καταφέρουμε να σκαρφαλώσουμε την καμινάδα. Η 11η σχοινιά βγήκε χωρίς πρόβλημα, αν εξαιρέσουμε κάτι γλυμμένα φυτά. Φθάνοντας στην 12η σχοινιά, κοιτώντας προς τα επάνω βλέπουμε άλλη μια καμινάδα, όχι τόσο στενή σαν αυτή της 10ης σχοινιάς, αλλά με πιο λεία τοιχώματα και χωρίς καμμία ασφάλεια. Ανεβαίνοντας την καμινάδα αυτή, κάποια στιγμή φώναξα στον Sergio να φιξάρει ένα σχοινί με σκοπό να το χρησιμοποιήσω για να προωθηθώ πιο γρήγορα. Πιο πολύ με ενδιέφερε να μη χάνουμε χρόνο, και λιγότερο να αναρριχηθώ ελεύθερα όλη την καμινάδα, καθώς έβλεπα τον ουρανό να έχει αρκετά σύννεφα.
Πλησιάζοντας προς το τέλος της διαδρομής μας περίμεναν δύο σχοινιές με τεχνικά, τα οποία θα μπορούσαν πιθανότατα, κάποια από αυτά, να βγουν ελεύθερα. Το να προσπαθείς όμως να βγάλεις ελεύθερα όλα τα τεχνικά περάσματα σε τέτοιου είδους διαδρομές και μάλιστα όταν ο καιρός είναι άστατος, δεν θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα σοφό και μάλλον θεωρείται πολυτέλεια.
Όταν φθάσαμε στην κορυφή το ρολόι έδειχνε 2:00 μ.μ. δηλ., χρειαστήκαμε περίπου 5,5 ώρες για να αναρριχηθούμε τη διαδρομή. Ο χρόνος αυτός, για μια διαδρομή 750-800 μ. και δεδομένου ότι είμαστε μια σχοινοσυντροφιά τριών και όχι δυο ατόμων, δείχνει ότι πηγαίναμε γρήγορα. Αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες στην κορυφή, το επόμενο βήμα ήταν να βρούμε το σημείο κατάβασης. Ο Sergio μας οδήγησε στο σημείο που γίνονταν η κατάβαση, ένα σημείο το οποίο αν δεν το ήξερες θα χρειαζόσουν να περιφέρεσαι μια ημέρα για να το εντοπίσεις, μέσα στη θαμνώδη βλάστηση της κορυφής. Από εκεί θα έπρεπε να κάνουμε 8 ραπέλ, για να κατέβουμε στη βάση του Pico Maior.
Το πρώτο ραπέλ ήταν μικρό ενώ τα υπόλοιπα επτά ήταν σχεδόν όλο το μήκος των σχοινιών. Τα ραπέλ γίνονταν πάνω σε κάτι λείες πλάκες και καθώς δεν έβλεπες που καταλήγουν, λόγω της πυκνής νέφωσης που επικρατούσε, νόμιζες ότι όσο και να κατέβαινες δε θα έβρισκες ποτέ το τέλος τους. Και σαν μην έφτανε η πυκνή νέφωση, ένας κρύος σφοδρός άνεμος μας συντρόφευε σε όλη την κατάβαση. Κοιτάω τον Δημήτρη και του λέω «φαντάσου να ήσουνα στο Cerro Torre». Στο προτελευταίο ραπέλ φθάσαμε σε μια ράμπα. Ο Sergio ανέλαβε και πάλι να μας οδηγήσει μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή, για να βρούμε το σημείο του τελευταίου ραπέλ.
Φθάνοντας κάποια στιγμή κάτω, κοιτάξαμε τον Sergio και του είπαμε ότι θα σε πληρώσουμε για όλη την σημερινή βοήθεια που μας έδωσες. Μάλιστα του χαρίσαμε και κάποια αναρριχητικά υλικά. Καθώς κατευθυνόμαστε προς το Sitio das Aquas, συζητούσαμε με το Sergio για τις μπύρες που φτιάχνει και αν μας περιμένουν κάποια μπουκάλια.
28 Ιουλίου 2013
Σήμερα ήταν ημέρα ξεκούρασης στο Sitio das Aquas. Ο καιρός, τώρα που ολοκληρώσαμε τις αναβάσεις εδώ στην περιοχή των Tres Picos, τι θα μπορούσε να ήταν; Μπορείτε να το μαντέψετε αν λάβετε υπόψη το νόμο του Μέρφυ. Λοιπόν, ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Έπρεπε να φύγουμε εμείς από την περιοχή για να βελτιωθεί.
29 Ιουλίου 2013
Η ημέρα επιστροφής στο Ρίο ήλθε. Η Hosani και ο Sergio θα κατέβαιναν σήμερα στην πόλη Nova Friburgo και μάς πρότειναν να κατεβάσουν και εμάς. Έτσι, φορτώσαμε τους σάκους μας στο Φιατάκι της Hosani και αποχαιρετήσαμε το Sitio das Aquas. Στο Nova Friburgo πήραμε το λεωφορείο των 12:30’ και μετά από τρεις ώρες ταξίδι, κοιτώντας από τα παράθυρα καταλάβαμε ότι φθάνουμε στο Ρίο. Σε πολλά σημεία δεξιά και αριστερά του δρόμου αρχίσαμε να βλέπουμε τις φαβέλες. Η μιζέρια που αναδύονταν από τις περιοχές των φαβέλων, η υπερβολική κίνηση στους δρόμους του Ρίο και η μυρωδιά από τα καυσαέρια που είχαμε ξεσυνηθίσει, μας έκανε να αναπολούμε το ήσυχο και καθαρό περιβάλλον του Sitio das Aquas.
Φθάνοντας στον κεντρικό σταθμό λεωφορείων του Ρίο, κατευθυνθήκαμε σε ένα γραφείο ενοικίασης ταξί και δώσαμε μια διεύθυνση. Τη διεύθυνση αυτή μας την είχε δώσει ο Sergio και αφορούσε ένα Hostel, το Refugio Hostel & Bistro. Μας είπε ότι το Hostel το έχει ένας φίλος του, ο Ricardo, αναρριχητής και αυτός, και βρίσκεται σε καλή περιοχή στο Ρίο. Πράγματι, το Refugio Hostel & Bistro είναι το πιο κατάλληλο μέρος να μείνει κάποιος στο Ρίο, και ιδιαίτερα αν είναι ορειβάτης-αναρριχητής. Είναι φιλικό, καθαρό και σε καλή περιοχή, με τους τοίχους να είναι διακοσμημένοι από ορειβατικά και αναρριχητικά υλικά. Εδώ μπορείς να βρεις όλα τα γνωστά ορειβατικά περιοδικά και να προπονηθείς στην αναρρίχηση, αφού διαθέτει και… εσωτερική πίστα αναρρίχησης!
Μόλις φθάσαμε ο Ricardo μας περίμενε. Ο Sergio του είχε ήδη τηλεφωνήσει και είχε μιλήσει για μας. Μας φέρθηκε πολύ φιλικά λέγοντας ότι τους φίλους του Sergio τους θεωρεί και δικούς του φίλους. Αμέσως προσφέρθηκε να μας δώσει πληροφορίες για τις αναρριχητικές διαδρομές που βρίσκονται στους λόφους του Ρίο.
30 Ιουλίου 2013
Η ημέρα σήμερα, ήταν η ημέρα ανάβασης της διαδρομής Κ2. Λέγοντας Κ2, μην πάει ο νους σας στην περιβόητη κορυφή των Ιμαλάϊων, γνωστή σαν την πιο δύσκολη κορυφή του πλανήτη πάνω από τα 8.000 μ. Αναφέρομαι σε μια αναρριχητική διαδρομή 150 μ., με βαθμό δυσκολίας 5 με 5+ και τοπικά 6- (βαθμολογία UIAA), η οποία βρίσκεται στον γνωστό σε όλο τον κόσμο βραχώδη λόφο Corcovado. Ο λόφος αυτός έχει ύψος 710 μ. και είναι πασίγνωστος γιατί στην κορυφή του δεσπόζει το περίφημο άγαλμα του Χριστού με τα απλωμένα τα χέρια του, σήμα κατατεθέν του Ρίο ντε Τζανέϊρο. To Cristo Redentor, όπως είναι γνωστό το άγαλμα, έχει ύψος 38 μ., και ψηφίστηκε σαν ένα από τα επτά θαύματα του μοντέρνου κόσμου.
Ανακοινώνοντας στον Ricardo το σκοπό μας να αναρριχηθούμε την Κ2, αυτός πήρε ένα χαρτί και μας σχεδίασε λεπτομερώς πως θα προσεγγίσουμε τη βάση της διαδρομής Κ2 στο λόφο Corcovado. Με το σχέδιο στην τσέπη μας, φορτώσαμε τα αναρριχητικά υλικά στα σακκίδια και ξεκινήσαμε. Αρχικά πήραμε ένα ταξί για να μας πάει στο κάτω μέρος του λόφου, σε ένα μεγάλο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων και πούλμαν. Από το χώρο ξεκινούσαν οι τουρίστες με μικρά πουλμανάκια ή με το οδοντωτό τραινάκι για να ανέβουν στην κορυφή του λόφου, με σκοπό να επισκεφθούν το άγαλμα του Χριστού. Από τον ίδιο χώρο ξεκινήσαμε και εμείς με τα … πόδια για να πάμε στη βάση της διαδρομής Κ2, με σκοπό να κάνουμε αναρρίχηση. Αρχικά ακολουθήσαμε τις ράγες του οδοντωτού, κατόπιν βγήκαμε στο δρόμο που ανέβαιναν τα πουλμανάκια, τον οποίο ακολουθήσαμε μέχρι να φτάσουμε σε μια απότομη στροφή και από εκεί μπήκαμε σε ένα μονοπάτι. Ακολουθώντας το μονοπάτι, κάποια στιγμή το χάσαμε για λίγο, εξαιτίας των πολυάριθμων και πυκνών δένδρων του λόφου, αλλά τελικά, γύρω στις 10:00 π.μ. φθάσαμε στη βάση της διαδρομής Κ2.
Τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την αναρρίχηση, μια άλλη σχοινοσυντροφιά εμφανίστηκε για να αναρριχηθεί και αυτή την ίδια διαδρομή. Την αφήσαμε να μπει μπροστά, με το σκεπτικό ότι έτσι θα μας διευκόλυνε να μη χρονοτριβούμε στην εύρεση της διαδρομής.
Η 1η σχοινιά ξεκινούσε με ένα δίεδρο δυσκολίας 5+. Η 2η σχοινιά τραβερσάριζε για λίγο αριστερά με τριβές και ακολούθως συνέχιζε ευθεία επάνω.
Τραβερσάροντας στη 2η σχοινιά της Κ2, με φόντο το Ρίο
Στη 3η σχοινιά, αρχικά προχωρούσες, με ισορροπιστικές κινήσεις, για λίγο προς τα δεξιά και κατόπιν συνέχιζε και αυτή ευθεία επάνω. Η προτελευταία σχοινιά κινούνταν επάνω σε μια πλάκα δυσκολίας 6-, η οποία θύμιζε το ανάγλυφο των Μετεώρων. Γενικά, η διαδρομή Κ2 κινείται επάνω σε πλάκες και θυμίζει λίγο τα Μετέωρα.
Σκαρφαλώνοντας τις πλάκες της Κ2
Τέλος, η τελευταία σχοινιά ήταν εύκολη. Αυτή ελίσσονταν ανάμεσα από θάμνους και σε οδηγούσε κάτω από το άγαλμα του Χριστού και από ένα πλήθος τουριστών να σε κοιτάνε με απορία. Πολλοί από αυτούς μας ρωτούσανε από πού ήλθαμε, άλλοι ρωτούσανε από πού είμαστε και κάποιοι άλλοι χειροκροτούσαν. Κοιταχθήκαμε με τον Δημήτρη και αρχίσαμε να μαζεύουμε γρήγορα τα σχοινιά και τα αναρριχητικά υλικά και να τα τοποθετούμε όπως-όπως στα σακκίδιά μας, καθώς είχαμε γίνει θέαμα.
Πλησιάζοντας την κορυφή της Κ2, με το Ρίο στο βάθος
Τελειώνοντας, πήγαμε κάτω από το θεόρατο άγαλμα του Χριστού, το οποίο με ανοιχτά τα χέρια του, σου έδινε την αίσθηση ότι θα αγκαλιάσει όλο τον κόσμο και βγάλαμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες.
Το άγαλμα του Cristo Redentor
Η θέα από εδώ πάνω ήταν μαγευτική. Κοιτώντας προς τη μεριά της θάλασσας, βλέπαμε τη φημισμένη παραλία της Copacabana. Λίγο πιο δυτικά βλέπαμε την επίσης φημισμένη παραλία της Ipanema, η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα από τη θάλασσα και από μια πανέμορφη λίμνη, την Lagoa Rodrigo de Freitas.
Πιο βόρεια, το βλέμμα μαγνητίζονταν από έναν άλλο καταπράσινο λόφο, το λόφο Sugarloaf. Γνωρίζαμε ότι και εκεί υπάρχουν αναρριχητικές διαδρομές, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, για να αναρριχηθούμε στις διαδρομές αυτές.
Το βράδυ γυρίζοντας στο Hostel, μας ρωτήσανε πως τα πήγαμε και μας ζητήσανε να αξιολογήσουμε τη διαδρομή. Τους απαντήσαμε ότι η Κ2 είναι μια αναρριχητική διαδρομή 5 αστέρων και αξίζει, για να μην πούμε επιβάλλεται, ο αναρριχητής που θα έλθει στο Ρίο να πάει να την σκαρφαλώσει.
31 Ιουλίου 2013
Την τελευταία ημέρα του Ιουλίου, την αφιερώσαμε στον τουρισμό. Το πρωί επισκεφθήκαμε το λόφο Sugarloaf, ο οποίος βρίσκεται στην ειδυλλιακή περιοχή Urea. Για να φθάσουμε στην κορυφή του λόφου χρειάστηκε να πάρουμε δυο τελεφερίκ. Το πρώτο σε ανεβάζει στο Morro da Urea, ένα βρόχινο σχηματισμό, ύψους 220 μ. Από εκεί, με ένα δεύτερο τελεφερίκ, ανεβήκαμε στην κορυφή του Sugarloaf, ύψους 575 μ.. Η θέα από εδώ πάνω είναι αδύνατον να περιγράφει. Όλο το Ρίο απλώνεται στα πόδια σου. Από εδώ κάποιος μπορεί να δει τον κόλπο Guanaraba, τον οποίον οι πρώτοι Πορτογάλοι εξερευνητές, τον Ιανουάριο του 1502, θεώρησαν κατά λάθος ότι ήταν η είσοδος κάποιου ποταμού και του έδωσαν το όνομα Ρίο ντε Τζανέϊρο (Ποταμός του Ιανουάριου). Κοιτάζοντας δυτικά, μπορούσες να δεις το λόφο Corcovado, πάνω στον οποίο βρίσκεται το άγαλμα του Χριστού, ενώ προς τα νότια, έβλεπες την παραλία Copacabana. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στο Sugarloaf αλλά και στο Morro da Urea, υπάρχουν αξιόλογες αναρριχητικές διαδρομές.
Το απόγευμα επισκεφθήκαμε την περίφημη παραλία της Copacabana, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων. Περπατήσαμε κατά μήκος όλης της παραλίας, χρησιμοποιώντας ένα φαρδύ πεζοδρόμιο δίπλα στην αμμουδιά. Το πεζοδρόμιο αυτό είναι γνωστό για τη σχεδίαση του. Είναι φτιαγμένο σαν ψηφιδωτό από κομμάτια πέτρες δύο χρωμάτων, άσπρες και γκρίζες, που παριστάνουν τα κύματα της θάλασσας. Στην παραλία βλέπεις ατελείωτα μικρά γήπεδα ποδοσφαίρου, βόλεϊ και τένις με αρκετό κόσμο να τα χρησιμοποιεί.
Το γνωστό πεζοδρόμιο της παραλίας Copacabana
Στη συνέχεια, περπατήσαμε για λίγο στην επίσης γνωστή παραλία της Ipanema, η οποία έγινε γνωστή διεθνώς τη δεκαετία του ’60, εξαιτίας ενός bossa nova τραγουδιού το “The girl from Ipanema”, που τότε ήταν μεγάλη επιτυχία.
Η παραλία Ipanema
Υπολογίζω ότι σήμερα θα πρέπει να περπατήσαμε περίπου 8 χιλιόμετρα κατά μήκος των παραλιών του Ρίο.
1 Αυγούστου 2013
Η πρώτη ημέρα του Αυγούστου είναι και η τελευταία ελεύθερη ημέρα μας στο Ρίο. Έτσι, όλο το πρωί το αφιερώσαμε στην αγορά δώρων για τους φίλους και τους δικούς μας.Επιστρέφοντας το βράδυ στο Refugio Hostel, μας περίμενε μια έκπληξη. Κόσμος ήταν μαζεμένος στον προαύλιο χώρο του Hostel. Πολλοί από αυτούς ήταν καθισμένοι σε τραπέζια πίνοντας ένα ποτό ακούγοντας μουσική που ξεχύνονταν από το εσωτερικό του Hostel. Αργότερα ο Ricardo μας εξήγησε ότι μια φορά την εβδομάδα το δουλεύει και σαν μπαράκι. Για αυτό και στο όνομα του υπάρχει η λέξη Bistro.
2 Αυγούστου 2013
Παίρνοντας το τελευταίο μας πρωινό στο Hostel σκεφτόμαστε πως περάσανε 20 ημέρες στη Βραζιλία. Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε για το αεροδρόμιο, όταν τα παιδιά που δούλευαν στο Hostel, μας πρότειναν να κάνουμε μια τελευταία βόλτα στο Ρίο, μιας και είχαμε χρόνο στη διάθεσή μας
Πράγματι, πραγματοποιώντας μια μικρή βόλτα στην περιοχή του Hostel, πέρασαν κάποιες ώρες χωρίς να το καταλάβουμε. Γυρνώντας το μεσημέρι στο Hostel, ευχαριστήσαμε όλους για τη θερμή φιλοξενία και βοήθεια που μας προσέφεραν και πριν τους αποχαιρετήσουμε, τους προτείναμε να έλθουν στην Ελλάδα για αναρρίχηση. Ο Ricardo, μας είπε ότι ήδη έχει επισκεφθεί την Κάλυμνο και σκέφτεται να ξαναέλθει.
Φθάνοντας στο αεροδρόμιο, είδαμε ότι η πτήση μας δεν είχε καθυστέρηση και έτσι στις 9:00 μ.μ. αναχωρήσαμε για το αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης. Η πτήση μας διήρκεσε περίπου 10 ώρες, από τις οποίες πάνω από 3 ώρες βρισκόμαστε πάνω από τη Βραζιλία. Από αυτό είναι εύκολο να φανταστεί κάποιος την έκταση της Βραζιλίας και του Αμαζόνιου.
4 Αυγούστου 2013
Η ώρα ήταν 5:30 μ.μ. όταν φθάσαμε στην Αθήνα. Μετά από 23 ημέρες, επιστρέψαμε στη ζέστη της Αθήνας. Τη στιγμή που αποχαιρετιζόμαστε με τον Δημήτρη, γυρνάει και μου
λέει: «Θυμάσαι τη διαδρομή “Το άνθος του Αωτού” στον Καναδά, που μας την είχε προτείνει ο Μπακάλης; »
«Τη θυμάμαι. Τι θέλεις να πεις;», τον ρώτησα.
«Θέλω να πω, ότι ο επόμενος στόχος είναι αυτή η διαδρομή», μου απάντησε. «Μάλιστα για αυτή τη διαδρομή εκδήλωσε ενδιαφέρον και ο Sergio».
Τον κοίταξα για λίγο με απορία και μετά του είπα:
«Η διαδρομή είναι αρκετά δύσκολη, βρίσκεται σε ένα απομονωμένο περιβάλλον με αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες και εμείς έχουμε γεράσει για τέτοιες διαδρομές. Και όσο γερνάς χάνεις τη δύναμή σου. Και όσο χάνεις τη δύναμή σου, αυξάνονται οι πιθανότητες αποτυχίας. Και αν αποτύχεις, αυξάνονται οι πιθανότητες να χτυπήσεις. Αν χτυπήσεις, αργείς να γιατρευτείς. Και όταν αργείς να γιατρευτείς, ».
«Σταμάτα» μου φώναξε δυνατά.
Έσκυψε να μαζέψει τα σακκίδιά του και την ώρα που έφευγε, γύρισε αργά προς σε έμενα και μου είπε: «Όταν πάω με τον Μπακάλη, να κλείσω τα εισιτήρια για τον Καναδά θα σου τηλεφωνήσω». Κοιτάζοντάς τον να απομακρύνεται, σκέφτηκα ότι με αυτούς τους δύο, δε θα μπορέσω ποτέ να ησυχάσω.
Χριστόφορος Κουνιάκης (5/9/2013)